- επικινδυνεύομαι
- ἐπικινδυνεύομαι (Α) [επικίνδυνος](για πράγμ., χρήματα) διατρέχω κίνδυνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικεκινδυνευμένον — ἐπικεκινδῡνευμένον , ἐπικινδυνεύομαι perf part mp masc acc sg ἐπικεκινδῡνευμένον , ἐπικινδυνεύομαι perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικεκινδυνευκός — ἐπικεκινδῡνευκός , ἐπικινδυνεύομαι perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικινδυνεῦσαι — ἐπικινδῡνεῦσαι , ἐπικινδυνεύομαι aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)